- κονιορτό-πους
κονιορτό-πους, ποδος, s. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονιορτό-πους, ποδος, s. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππόποδες — ἱππόποδες, οί (Α) (ονομασία μυθικής φυλής τής Σαρματίας) άνθρωποι που είχαν οπλές ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + ποδες (< πους), πρβλ. κονιορτό ποδες, κυνή ποδες] … Dictionary of Greek
κυνήποδες — οι (Α κυνήποδες, Μ κυνόποδες) οι αρθρώσεις τών ποδιών τού ίππου μεταξύ τού πήχεως και τού μεσοκυνίου, κν. πουλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + πόδες (< πούς), πρβλ. ιππό ποδες, κονιορτό ποδες] … Dictionary of Greek