κλαγγόν, dasselbe, Babr. 124, 13, wofür Jacobs κλαγκτόν vermuthet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαγγόν — (Α) επίρρ. βλ. κλαγγηδόν … Dictionary of Greek
κλαγγηδόν — (AM, Α και κλαγγόν) επίρρ. με κλαγγή, με κρωγμό («ἔνθα καὶ ἔνθα ποιῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσιν, κλαγγηδόν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. οκλα δόν, πρηνη δόν] … Dictionary of Greek