- κλαγερός
κλαγερός, schreiend, von den Kranichen, Antp. Sid. 17 (VI, 109).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαγερός, schreiend, von den Kranichen, Antp. Sid. 17 (VI, 109).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαγερός — κλαγερός, ά, όν (Α) (για τον γερανό) αυτός που κρώζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλάγ τού κλάζω «κρώζω», πρβλ. αόρ. β ἔ κλαγ ον + κατάλ. ερός (πρβλ. τακ ερός σφαλ ερός)] … Dictionary of Greek
κλαγερῶν — κλαγερός screaming fem gen pl κλαγερός screaming masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγκτός — κλαγκτός, ή, όν (Α) [κλάζω] κλαγερός* … Dictionary of Greek