γονιμότης

γονιμότης

γονιμότης, ητος, ἡ, 1) Fruchtbarkeit, Schol. Hes. Th. 178 u. Sp. – 2) Geburtsreise neugeborner Kinder, Theol. Arithm. p. 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γονιμότης — vitality fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονιμότητα — γονιμότης vitality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονιμότητι — γονιμότης vitality fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονιμότητος — γονιμότης vitality fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονιμότητα — η (AM γονιμότης) [γόνιμος] ικανότητα για γέννηση, για παραγωγή …   Dictionary of Greek

  • Ζολά, Εμίλ — (Émile Zola, Παρίσι 1840 – 1902). Γάλλος μυθιστοριογράφος από Ελληνίδα μητέρα. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στην Εξ αν Προβάνς. Αργότερα, πήγε στο Παρίσι, όπου όμως δεν μπόρεσε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως υπάλληλος στον… …   Dictionary of Greek

  • ԾՆՆԴԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1021 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 11c գ. γονιμότης fecunditas. դիւրածին կամ բազմածինն գոլ. բեղնաւորութիւն. ծննդագործութիւն. որդեծնութիւն. սերունդ. *Զփորձ առեալ ես զհոգւոյն ծննդականութիւն գերագոյն քան զմարմնոյն. Մագ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԾՆՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1022 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c գ. Ծնօղն գոլ. հայրութիւն. մայրութիւն. իբր γέννησις generatio, paternitas, maternitas. *յատկութիւնքն զանազանեալ. այսինքն ծնողութիւն, եւ ծնելութիւն, եւ ելողութիւն: Միշտ պատշաճի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”