- γλαγόεις
γλαγόεις, εσσα, εν, dasselbe, μαζοί Sosip. 3 (V, 56); milchfarbig, μύξα Opp. H. 4, 113, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαγόεις, εσσα, εν, dasselbe, μαζοί Sosip. 3 (V, 56); milchfarbig, μύξα Opp. H. 4, 113, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαγόεις — γλαγόεις, εσσα, εν (Α) [γλάγος] 1. ο γλαγερός* 2. λευκός σαν γάλα … Dictionary of Greek
γλαγόεις — milky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαγόεντα — γλαγόεις milky neut nom/voc/acc pl γλαγόεις milky masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαγόεντας — γλαγόεις milky masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαγόεντες — γλαγόεις milky masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαγόεντι — γλαγόεις milky masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαγόεντος — γλαγόεις milky masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαγόεσσα — γλαγόεις milky fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαγόεσσαν — γλαγόεις milky fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλάγος — ( εος), το (Α) γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *γλάκος, με αφομοίωση < (θ.) γλακ (πρβλ. γάλα). Σύμφωνα προς άλλη άποψη, το γλάγος θεωρείται ως ετυμολογική βάση αυτής τής οικογένειας από αρχική μορφή ρίζας *βλαγ < … Dictionary of Greek