κομιστήρ

κομιστήρ

κομιστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm.; πομποὺς καὶ κομιστῆρας κόρης Eur. Hec. 222, wie Plut. Pericl. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομιστήρ — κομιστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κομίστρια (Α) [κομίζω] αυτός που προπέμπει κάποιον, προπομπός …   Dictionary of Greek

  • κομιστήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιστῆρας — κομιστήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιστῆρες — κομιστήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • κομίστρια — κομίστρια, ἡ (Α) βλ. κομιστήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”