- κηδόσυνος
κηδόσυνος, besorgt, sorgsam, ποδὶ κηδοσύνῳ Eur. Or. 1015.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδόσυνος, besorgt, sorgsam, ποδὶ κηδοσύνῳ Eur. Or. 1015.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδόσυνος — κηδόσυνος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον, ανήσυχος, ανυπόμονος, πρόθυμος για κάποιον («πόδι κηδοσύνῳ παράσειρος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆδος + επίθημα όσυνος (πρβλ. δουλ όσυνος, χαρμ όσυνος] … Dictionary of Greek
κηδόσυνος — anxious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
κηδοσύνη — κηδοσύνη, ἡ (Α) [κηδόσυνος] θλίψη, στενοχώρια, έγνοια … Dictionary of Greek
κηδοσύνωι — κηδοσύνῳ , κηδόσυνος anxious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)