κομμωτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικός — ή, ό (AM κομμωτικός ή, όν) [κομμώ (II)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιποίηση και στον καλλωπισμό τής κόμης νεοελλ. το θηλ. ως ουσ.) η κομμωτική η τέχνη τού κομμωτή μσν. αρχ. (για ύφος) αυτός που έχει καλλιέπεια («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις… … Dictionary of Greek
κομμωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κόμμωση. 2. το θηλ., κομμωτική ως ουσ., σημαίνει την τέχνη του κομμωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομμωτικά — κομμωτικός of neut nom/voc/acc pl κομμωτικά̱ , κομμωτικός of fem nom/voc/acc dual κομμωτικά̱ , κομμωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικῶν — κομμωτικός of fem gen pl κομμωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικόν — κομμωτικός of masc acc sg κομμωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικαῖς — κομμωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικοῖς — κομμωτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικοῦ — κομμωτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικῆς — κομμωτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωτικῇ — κομμωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)