- γλαμυρός
γλαμυρός, dasselbe, Hippocr.; Schol. Il. 24, 192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαμυρός, dasselbe, Hippocr.; Schol. Il. 24, 192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαμυρός — γλαμυρός, ά, όν (Α) τσιμπλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος διαλεκτικός τ. τού γλάμων* σε υρός (πρβλ. γλαφυρός, λιγυρός, φλεγυρός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γλαμυρός — blear eyed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐν τυφλῶν πόλει γλαμυρὸς ἐμβασιλεύει. — См. В слепом царстве кривой царь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γλαμυρόν — γλαμυρός blear eyed masc acc sg γλαμυρός blear eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαμυροί — γλαμυρός blear eyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαμυρούς — γλαμυρός blear eyed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλάμων — γλάμων, ον (Α) ο γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός* και γλαμώδης*) προήλθε από τη γλώσσα τού Ησύχ. «γλάμος μύξα», κατά τα επίθετα σε ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης… … Dictionary of Greek
γλαμώδης — γλαμώδης, ες (Α) ο γλαμυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών γλαμυρός*, γλάμων* σε ώδης] … Dictionary of Greek
В слепом царстве кривой — царь — Въ слѣпомъ царствѣ кривой царь. Промежъ слѣпыхъ кривой первый вождь. Ср. Unter den Blinden ist der einäugige König. Пер. A one eyed man is a king among the blind. Пер. Au pays des aveugles les borgnes sont rois. Пер. In terra di ciechi beato chi… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
γλημώδης — γλημώδης, ες (Α) γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το γλημώδης (με εκτεταμένη βαθμίδα θέματος) αποτελεί παράλληλο τ. τού γλᾰμ υρός* και σχηματίστηκε από συμφυρμό με το λημώδης «τσιμπλιάρης»] … Dictionary of Greek