- γονατίζω
γονατίζω, 1) nach B. A. 31 τῷ γόνατι πλήττειν. – 2) knieen lassen, LXX., u. knieen, Cratin. bei Poll. 2, 188.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γονατίζω, 1) nach B. A. 31 τῷ γόνατι πλήττειν. – 2) knieen lassen, LXX., u. knieen, Cratin. bei Poll. 2, 188.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γονατίζω — γονατίζω, γονάτισα, γονατισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γονατίζω — (AM γονατίζω) [γόνυ] 1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα, στηρίζω το βάρος τού σώματος μου στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, υποταγής 2. αναγκάζω ή κάνω κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του») νεοελλ. 1. πέφτω στα γόνατα από… … Dictionary of Greek
γονατίζω — γονάτισα, γονατισμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πέσει στα γόνατα: Ο πυγμάχος γονάτισε τον αντίπαλό του. 2. μτφ., ταπεινώνω, καταβάλλω: Ο στρατός γονάτισε τον εχθρό. 3. αμτβ., πέφτω στα γόνατα: Ο πιστός γονάτισε μπροστά στη θαυματουργή εικόνα. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονατίζει — γονατίζω thrust with the knee pres ind mp 2nd sg γονατίζω thrust with the knee pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίζοντα — γονατίζω thrust with the knee pres part act neut nom/voc/acc pl γονατίζω thrust with the knee pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίζουσι — γονατίζω thrust with the knee pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) γονατίζω thrust with the knee pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίσαι — γονατίζω thrust with the knee aor inf act γονατίσαῑ , γονατίζω thrust with the knee aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίζειν — γονατίζω thrust with the knee pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίζοντες — γονατίζω thrust with the knee pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίζων — γονατίζω thrust with the knee pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγονάτισεν — γονατίζω thrust with the knee aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)