κοναρός

κοναρός

κοναρός, erkl. Hesych. εὐτραφής, πίων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοναρός — κοναρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής 2. δραστήριος, ενεργητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. με τη σημ. «δραστήριος, ενεργητικός» συνδέεται πιθ. με το ρ. ἐγκονῶ «είμαι γρήγορος, σπεύδω»] …   Dictionary of Greek

  • κοναρώτερον — κοναρός well fed adverbial comp κοναρός well fed masc acc comp sg κοναρός well fed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοναρόν — κοναρός well fed masc acc sg κοναρός well fed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”