κλεῖος

κλεῖος

κλεῖος, τό, poet. = κλέος; plur. κλεῖα, Hes. Th. 100.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύκλειος — εὔκλειος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Διός (στον Βακχυλ.) 2. επιγρ. ονομασία τού αττικού μήνα Ανθεστηριώνα (στην Κέρκυρα, στο Βυζάντιο και στην Αστυπάλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλειος (< κλέος), τ. που απαντά ακόμη στο επίθ. ηρά κλειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”