- κοινώνημα
κοινώνημα, τό, Gemeinschaft, Mittheilung, Umgang, Verkehr, ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινώνημα, τό, Gemeinschaft, Mittheilung, Umgang, Verkehr, ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινώνημα — κοινώνημα, τὸ (Α) [κοινωνώ] 1. ανακοινωθέν, ανακοίνωση 2. γνωστοποίηση 3. κοινή επιχείρηση 4. πάπ. συνεταιρισμός για επιχείρηση 5. σημείο εφαρμογής 6. συνάφεια, σχέση 7. στον πληθ. τὰ κοινωνήματα οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες … Dictionary of Greek
κοινώνημα — that which is communicated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνημάτων — κοινώνημα that which is communicated neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνήμασι — κοινώνημα that which is communicated neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνήμασιν — κοινώνημα that which is communicated neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνήματα — κοινώνημα that which is communicated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνήματος — κοινώνημα that which is communicated neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)