- κοιμήθρα
κοιμήθρα, ἡ, Ort zum Schlafen, Erkl. von ἰαυϑμός, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιμήθρα, ἡ, Ort zum Schlafen, Erkl. von ἰαυϑμός, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιμήθρα — κοιμήθρα, ἡ (Α) τόπος κατάλληλος για ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιμη τού κοιμώμαι (πρβλ. αόρ. ἐ κοιμή σ ατο) + κατάλ. θρα (πρβλ. εμ βλή θρα, κολυμβή θρα)] … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek