κλείσουρα

κλείσουρα

κλείσουρα, , der Verschluß, clausura, erst Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεισούρα — κλεισούρᾱ , κλεισούρα narrow pass fem nom/voc/acc dual κλεισούρᾱ , κλεισούρα narrow pass fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεισούρᾳ — κλεισούρᾱͅ , κλεισούρα narrow pass fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεισούρα — I Φαράγγι του νομού Αιτωλοακαρνανίας στο όρος Αράκυνθος (894 μ.), από το οποίο διέρχεται η οδός που οδηγεί από το Μεσολόγγι στο Αγρίνιο. Στη δυτική πλευρά του βρίσκεται η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ στην έξοδό του προς τις λίμνες Λυσιμαχία… …   Dictionary of Greek

  • κλεισούρα — η 1. στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών ή δύσβατων τόπων: Ο Καραϊσκάκης φύλαγε με στρατό τις κλεισούρες. 2. η συνεχής παραμονή μέσα στο σπίτι: Δεν την αντέχει την κλεισούρα και θέλει να βγει έξω να ξεσκάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλεισούρας — κλεισούρᾱς , κλεισούρα narrow pass fem acc pl κλεισούρᾱς , κλεισούρα narrow pass fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεισούραν — κλεισούρᾱν , κλεισούρα narrow pass fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάβαρης, Δημήτριος — (Κλεισούρα Μακεδονίας 1757 – Βιέννη 1823). Λόγιος και παιδαγωγός. Σε πολύ μικρή ηλικία ακολούθησε τον πατέρα του που ήταν έμπορος στην Ουγγαρία. Σπούδασε στην ελληνική σχολή του Βουκουρεστίου και στα γερμανικά πανεπιστήμια της Λειψίας και του… …   Dictionary of Greek

  • κλεισουρῶν — κλεισούρα narrow pass fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεισούραις — κλεισούρα narrow pass fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεισουροειδώς — κλεισουροειδῶς (Μ) [κλεισούρα] σαν κλεισούρα, όμοια με κλεισούρα …   Dictionary of Greek

  • Αϊσέ — I (1694 – 1733). Κιρκάσια πριγκίπισσα. Αιχμαλωτίστηκε σε παιδική ηλικία από τους Τούρκους σε επιδρομή εναντίον της πατρίδας της και πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Αγοράστηκε προς 1.500 φράγκα της εποχής από τον κόμη Ντε Φεριόλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”