- πτωχο-τρόφος
πτωχο-τρόφος, Bettler, Arme nährend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτωχο-τρόφος, Bettler, Arme nährend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηροτροφείον — τὸ, Μ ίδρυμα προστασίας χηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. βρεφο τροφεῖον, πτωχο τροφεῖον] … Dictionary of Greek