κοιλ-ῶνυξ

κοιλ-ῶνυξ

κοιλ-ῶνυξ, υχος, mit hohlen Hufen, ἵπποι Stesichor. bei gehol. Il. 6, 507.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθυώνυξ — εὐθυῶνυξ, ὁ, ἡ και εὐθυώνυχος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει ίσια νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + όνυξ. Το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. ακρ ώνυξ, γαμψ ώνυξ, κοιλ ώνυξ)] …   Dictionary of Greek

  • κρατερώνυξ — κρατερῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ (AM) αυτός που έχει δυνατά νύχια («λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ῶνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος) το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. γαμψ ώνυξ, κοιλ ώνυξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”