- κοιλαῖος
κοιλαῖος, = κοῖλος, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλαῖος, = κοῖλος, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλαίος — κοιλαῑος, α, ον (Α) [κοίλος] κοίλος … Dictionary of Greek
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek