- κοιλίς
κοιλίς, ίδος, ἡ, = ἐπικοιλίς od. ἐπικυλίς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλίς, ίδος, ἡ, = ἐπικοιλίς od. ἐπικυλίς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλίς — κοιλίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Πολυδ.) «τὸ ἄνωθεν βλέφαρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλον + κατάλ. ίς] … Dictionary of Greek
COELIS — gens Attica. Hesych. Κοιλὶς, δῆμος Α᾿ττικῆς, ubi nonnulli Κόιλη legendum volunt. Vide Caele … Hofmann J. Lexicon universale
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
Κοίλη — Αρχαίος δήμος της Αττικής. Ονομαζόταν και Κοιλίς. Έλαβε την ονομασία του από το βαθούλωμα που σχηματίζεται Δ του λόφου της Πνύκας, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγιος Δημήτριος ο Λουμπαρδιάρης (Φιλοπάππου). Αυτή την κοιλότητα διέσχιζε η Κοίλη Οδός … Dictionary of Greek