- κοιλο-γάστωρ
κοιλο-γάστωρ, ορος, hohlbäuchig; λύκοι, d. i. hungrig, gefräßig, Aesch. Spt. 1026; übertr. vom Schilde, κύτος κοιλογάστορος κύκλου 478.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλο-γάστωρ, ορος, hohlbäuchig; λύκοι, d. i. hungrig, gefräßig, Aesch. Spt. 1026; übertr. vom Schilde, κύτος κοιλογάστορος κύκλου 478.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυτογάστωρ — κυτογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. κύτος + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ολβιο γάστωρ] … Dictionary of Greek
μεγαλογάστωρ — μεγαλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. γλωσσο γάστωρ, κοιλο γάστωρ] … Dictionary of Greek
μεσογάστωρ — μεσογάστωρ, ορος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεσογάστορα ναῡται [ναύταν], τὸν ἐν τῇ μέσῃ νηί. Βέλτιον δὲ τὸν διεζωσμένον μέσην τὴν γαστέρα, ζωνογάστορα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ, γαστέρος), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ταυρο γάστωρ] … Dictionary of Greek
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek