- κλεηδών
κλεηδών, όνος, ἡ, ion. u. ep. = κληδών, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεηδών, όνος, ἡ, ion. u. ep. = κληδών, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεηδών — κλεηδών, όνος, ἡ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. κληδών … Dictionary of Greek
κλεηδών — κληδών omen fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek
k̂leu-1, k̂leu̯ǝ- : k̂lū- — k̂leu 1, k̂leu̯ǝ : k̂lū English meaning: to hear Deutsche Übersetzung: “hören” (aoristisch), also “whereof man viel hört, berũhmt, Ruhm” Note: (extension a root k̂el ); Material: 1. O.Ind. sr̥ṇōti (*k̂l̥ neu ) “hört”, srudhí … Proto-Indo-European etymological dictionary