- κοιλιο-φόρος
κοιλιο-φόρος, im Bauche tragend, schwanger, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιο-φόρος, im Bauche tragend, schwanger, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιοφορώς — κοιλιοφορῶς (Α) επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο φόρος < κοιλ ία + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος,… … Dictionary of Greek