κοιλότης

κοιλότης

κοιλότης, ητος, ἡ, das Hohlsein, die Höhlung, Vertiefung; Arist. H. A. 4, 4; τόποι πολλὰς ἔχοντες κοιλότητας Pol. 3, 104, 4; τοῠ ἰσχίου Ath. XI, 479 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοιλότης — hollowness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλοτήτων — κοιλότης hollowness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότησι — κοιλότης hollowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότησιν — κοιλότης hollowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητα — κοιλότης hollowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητας — κοιλότης hollowness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητες — κοιλότης hollowness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητι — κοιλότης hollowness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητος — κοιλότης hollowness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητ' — κοιλότητα , κοιλότης hollowness fem acc sg κοιλότητι , κοιλότης hollowness fem dat sg κοιλότητε , κοιλότης hollowness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχώρησις — διαχώρησις, η (AM) κένωση, αποπάτηση μσν. χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῡδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”