- κοιλωτέα
κοιλωτέα, ἡ, = κολουτέα, Hesych., f. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλωτέα, ἡ, = κολουτέα, Hesych., f. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοιτία — και έα και κολουτέα και κοιλώτεα, ἡ (Α) 1. είδος δένδρου 2. είδος ιτέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek