- κοινίτης
κοινίτης, ὁ, Theilnehmer, Eust. 64. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινίτης, ὁ, Theilnehmer, Eust. 64. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινίτης — κοινίτης, ὁ (Α) [κοινός] (για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει κάποιος, ο κοινός («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», Ευστ.) … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek