- κοινο-μήτωρ
κοινο-μήτωρ, ορος, eine gemeinsame Mutter habend, Theognost. 21, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινο-μήτωρ, ορος, eine gemeinsame Mutter habend, Theognost. 21, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακομήτωρ — κακομήτωρ, ἡ (Α) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἀμήτωρ) κακή μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
πολυμήτωρ — όρος, ἡ, Α η μητέρα πολλών («γαίης πολυμήτορος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek