κοινοβιακός

κοινοβιακός

κοινοβιακός, zum gemeinsamen, Klosterleben gehörig, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινοβιακός — ή, ό (AM κοινοβιακός, ή, όν) [κοινόβιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινόβιο («κοινοβιακή ζωή»). επίρρ... κοινοβιακά (Μ κοινοβιακῶς) με τον τρόπο τού κοινοβίου, με κοινή ζωή …   Dictionary of Greek

  • κοινοβιακός — ή, ό επίρρ. ά μοναστηριακός, καλογερικός: Έχουν κοινοβιακή ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Cenobite — Cenobium redirects here. For the colony of algae, see Coenobium. coenobitism redirects here. For other uses, see coenobitism (disambiguation). For other meanings, see Cenobite (Hellraiser) and Cenobites (album). Coptic icon of Pachomius the Great …   Wikipedia

  • κελλιωτικός — κελλιωτικός, ή, όν (Α) [κελλιώτης] ερημιτικός, σε αντιδιαστολή με το κοινοβιακός («κελλιωτικά μοναστήρια», Θεόδ. Βαλσ.) …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”