- κοινο-γάμια
κοινο-γάμια, τά, Heirathsgemeinschaft; Ath. XII, 555 d πρῶτος Κέκροψ μίαν ἑνὶ ἔζευξεν, ἀνέδην τὸ πρότερον οὐσῶν τῶν συνόδων καὶ κοινογαμίων ὄντων. – Bei K. S. auch κοινογαμία, ἡ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινο-γάμια, τά, Heirathsgemeinschaft; Ath. XII, 555 d πρῶτος Κέκροψ μίαν ἑνὶ ἔζευξεν, ἀνέδην τὸ πρότερον οὐσῶν τῶν συνόδων καὶ κοινογαμίων ὄντων. – Bei K. S. auch κοινογαμία, ἡ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνογάμια — κυνογάμια, τὰ (Α) τελετή γάμου κυνικού φιλοσόφου («Ἱππαρχίαν... δημοσίῃ ἔγημε καὶ τά κυνογάμια ἐν τῇ Ποικίλη ἐτέλεσε», Θεοδώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γάμια (< γάμος), πρβλ. θεο γάμια, κοινο γάμια] … Dictionary of Greek