- κοινο-γενής
κοινο-γενής, ές, gemeinschaftlich erzeugt, aus der Gemeinschaft zweier verschiedener Gattungen entsprungen, φύσις Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογενής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινο-γενής, ές, gemeinschaftlich erzeugt, aus der Gemeinschaft zweier verschiedener Gattungen entsprungen, φύσις Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογενής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακογενής — κακογενής, ές (Α) αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. κοινο γενής, νεο γενής] … Dictionary of Greek
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
κολλαγόνωση — η ιατρ. σύνολο παθήσεων με κοινό χαρακτηριστικό την εκφύλιση τών κολλαγόνων ινών τού συνδετικού ιστού έπειτα από αλλεργική αντίδραση αυτοανοσιακού τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collagenosis < collagen (< coll[a] < κόλλα +… … Dictionary of Greek