- κοινο-εργός
κοινο-εργός, gemeinsam arbeitend, Sp.; auch κοινοεργής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινο-εργός, gemeinsam arbeitend, Sp.; auch κοινοεργής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύεργος — (polyergus). Γένος κλειστόγαστρων υμενόπτερων, συγγενικό με το κοινό μυρμήγκι. Οι π. «υποδουλώνουν» άλλα μυρμήγκια, τα οποία υποχρεώνονται όχι μόνο να κατασκευάζουν τις φωλιές των π. αλλά και να τους ταΐζουν, γιατί οι π., έτσι όπως είναι η… … Dictionary of Greek