- κοινο-τροφικός
κοινο-τροφικός, ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig, Plat. Polit. 264 b u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινο-τροφικός, ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig, Plat. Polit. 264 b u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροτροφικός — ή, όν, Α (για ζώα) αυτός που τρέφεται μέσα στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τροφικός, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ὑγροτρόφος (πρβλ. κοινο τροφικός)] … Dictionary of Greek
κοινοτροφικός — κοινοτροφικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση 2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη) κοινή φύση ή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο τρόφος < κοινός + τρόφος (<… … Dictionary of Greek