κοινο-παθής

κοινο-παθής

κοινο-παθής, ές, gemeinschaftlich leidend, sich nach Anderen bequemend, richtend, dah. gesellig, καὶ φιλάνϑρωπα D. Hal. 2, 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινοπαθής — κοινοπαθής, ές (AM) αυτός που συμπάσχει, συμπονετικός. επίρρ... κοινοπαθῶς και έως (Α) (για τον Ιησού Χριστό) με τρόπο όμοιο με το κοινό πάθος, όπως πάσχουν οι άνθρωποι («κοινοπαθέως κοιμηθέντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + παθής (< πάθος, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”