- κλεμμάδιος
κλεμμάδιος, verstohlen, gestohlen; ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῠν ὑποδέχηται Plat. Legg. XII, 955 b; VLL., die es κλοπαῖος erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεμμάδιος, verstohlen, gestohlen; ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῠν ὑποδέχηται Plat. Legg. XII, 955 b; VLL., die es κλοπαῖος erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεμμάδιος — κλεμμάδιος, ία, ον (Α) κλοπιμαίος, αυτός που προέρχεται από κλοπή («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῡν ὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω δίκην τῷ κλέψαντι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα κατά το κρυπτ άδιος] … Dictionary of Greek
κλεμμάδιον — κλεμμάδιος stolen masc acc sg κλεμμάδιος stolen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεμμάδια — κλεμμάδιος stolen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)