- κλεμμαδόν
κλεμμαδόν, verstohlenerweise, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεμμαδόν, verstohlenerweise, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεμμαδόν — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με κλέφτικο τρόπο, κλέφτικα, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα + επιρρμ. κατάλ. αδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. αμοιβ αδόν, ομο θυμ αδόν)] … Dictionary of Greek