- κλειθρίδιον
κλειθρίδιον, τό, dim. zum Vorigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλειθρίδιον, τό, dim. zum Vorigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλειθρίδιον — κλειθρίδιον, τὸ (Α) 1. μικρή οπή κλειδαριάς 2. μικρή χαραμάδα πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. λαγω ίδιον, νυμφ ίδιον] … Dictionary of Greek