κλειδίον

κλειδίον

κλειδίον, τό, ion. κληΐδιον, dim. von κλείς, kleines Schloß, Ar. Th. 421 u. Sp. – Auch das Schlüsselbein, clavicula. – Das Bruststück eines großen Seefisches, Ath. VII, 315 d. – Bei Galen. = Pille.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλειδίον — κλειδίον, τὸ (AM) βλ. κλειδί …   Dictionary of Greek

  • κλειδίον — little key neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδία — κλειδίον little key neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδίου — κλειδίον little key neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδίων — κλειδίον little key neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδίῳ — κλειδίον little key neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

  • ASSARION seu ASSARIUM — ASSARION, seu ASSARIUM Romanis olim dictum est instrumentum quadratum, ex duobus laterculis aeneis compactum, quod ferrei claustri instar habebat: Κλείδιον Graecis. Ut enim antiqui non dissimiles nostris claves habuêre, ita et similia prorsus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CLAVIS — I. CLAVIS Graece κλεὶς, Ionice κληῒς, unde κλαῒς et κλαβίς, et hinc Romanum Clavis, modo claustrum, modo clavem notat. Aratus, κληϊίδι ςθύρην ἔντοςθ᾿ ἀραρις̔αν Δικλϊδα. Ubi κληῒς, claustrum est, τὸ ἀσφάλισμα τῆς ςθύρας, adeoque idem quod ὀκεὺς.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • κλείρος — κλεῑρος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κλειδίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλείω (Ι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”