- κλειδο-ποιός
κλειδο-ποιός, Schlüssel machend; subst., ὁ, der Schlosser; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλειδο-ποιός, Schlüssel machend; subst., ὁ, der Schlosser; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικριοποιός — ἰκριοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο ποιός, κλειδο ποιός] … Dictionary of Greek