- κοκκύσδω
κοκκύσδω, dor. = κοκκύζω, Theocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκύσδω, dor. = κοκκύζω, Theocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκύσδω — (Α) (δωρ. τ.) βλ. κοκκύζω … Dictionary of Greek
κοκκύζω — (Α κοκκύζω, δωρ. τ. κοκκύσδω) [κόκκυ] νεοελλ. (γι αυτούς που έχουν προσβληθεί από κοκκύτη) βήχω συνεχώς αρχ. 1. (για το πτηνό κόκκυγας) φωνάζω «κούκου» («ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον», Ησίοδ.) 2. (για τον πετεινό) κραυγάζω,… … Dictionary of Greek