- γογγυλίς
γογγυλίς, ἡ, s. γογγύλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γογγυλίς, ἡ, s. γογγύλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γογγυλίς — turnip fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίς — η βλ. γογγύλι … Dictionary of Greek
γογγυλί — γογγυλίς turnip fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδα — γογγυλίς turnip fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδας — γογγυλίς turnip fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδες — γογγυλίς turnip fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδι — γογγυλίς turnip fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδος — γογγυλίς turnip fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίδων — γογγυλίς turnip fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίσι — γογγυλίς turnip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλίσιν — γογγυλίς turnip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)