- κλειτορίζω
κλειτορίζω, dasselbe, Sp., Poll. 2, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλειτορίζω, dasselbe, Sp., Poll. 2, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλειτορίζω — (Α) βλ. κλειτοριάζω … Dictionary of Greek
κλειτορίζειν — κλειτορίζω touch the pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειτορίζεσθαι — κλειτορίζω touch the pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειτοριάζω — και κλειτορίζω (Α) [κλειτορίς] ψηλαφώ, πιάνω την κλειτορίδα («κλειτοριάζειν τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek