κλειτός

κλειτός

κλειτός, eigtl. adj. verb. zu κλείω, berühmt, ruhmvoll; ἐπίκουροι Il. 6, 227 u. öfter; βασιλῆες Od. 6, 54; auch von Sachen, ἑκατόμβη, ruhmwürdig, herrlich, Il. 1, 447, wie Pind. P. 10, 33; auch von einer Stadt, Panopeus, Il. 17, 307; Jolkos, Pind. P. 4, 137, öfter. – Vgl. κλυτός. – Auch schlechte Schreibung für κλιτός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κλειτός — renowned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειτός — renowned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεῖτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεῖτος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • Κλείτος — Sp Klitas Ap Κλείτος/Kleitos L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κύρου-Κλείτος, Δημήτριος — (Θεσσαλονίκη 1921 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη σχολή νομικών και οικονομικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος (1951 83). Διετέλεσε επίσης γενικός γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου… …   Dictionary of Greek

  • κλειτῶν — κλεῖτος neut gen pl (attic epic doric) κλειτός renowned fem gen pl κλειτός renowned masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείτει — κλεῖτος neut nom/voc/acc dual (attic epic) κλείτεϊ , κλεῖτος neut dat sg (epic ionic) κλεῖτος neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειτόν — κλειτός renowned masc acc sg κλειτός renowned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”