κλειστός

κλειστός

κλειστός, verschließbar; ϑυρίδες D. Sic. 20, 85; ion. u. ep. κληϊστός, z. B. σανίδες Od. 2, 344; altatt. κλῃστὸς λιμήν Thuc. 2, 94. 7, 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεϊστός — κλεϊστός, ή, όν (Α) [κλεΐζω] φημισμένος, ξακουστός, ένδοξος …   Dictionary of Greek

  • κλειστός — that can be shut masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • κλειστός, -ή — ό επίρρ. ά 1. κλεισμένος: Η πόρτα είναι κλειστή. 2. αυτός που δεν εργάζεται ή δε λειτουργεί: Τα μαγαζιά είναι κλειστά σήμερα. 3. «με κλειστά τα μάτια», με απόλυτη εμπιστοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληιστά — κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc pl (attic) κληιστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc/acc dual (attic) κληιστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κληϊστά , κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῃστόν — κλειστός that can be shut masc acc sg (attic) κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc sg (attic) κληϊστόν , κλειστός that can be shut masc acc sg (epic ionic) κληϊστόν , κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστά — κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc pl κλειστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc/acc dual κλειστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστῶν — κλειστός that can be shut fem gen pl κλειστός that can be shut masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστόν — κλειστός that can be shut masc acc sg κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληισταί — κλειστός that can be shut fem nom/voc pl (attic) κληϊσταί , κλειστός that can be shut fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληιστήν — κλειστός that can be shut fem acc sg (attic epic ionic) κληϊστήν , κλειστός that can be shut fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”