- γογγρίον
γογγρίον, τό, = γόγγρος, Schol. Opp. H. 1, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γογγρίον, τό, = γόγγρος, Schol. Opp. H. 1, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γογγρίον — γογγρίον, το (Α) [γόγγρος] μικρός γόγγρος … Dictionary of Greek
γογγρία — γογγρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουγγρί — το ζωολ. κοινή ονομασία τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας congridae, γνωστών και με τη λόγια ονομασία γόγγρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γογγρίον, υποκορ. τού γόγγρος «είδος ψαριού», με παρετυμολ. επίδραση τού μουγγρίζω] … Dictionary of Greek