- κοινό-βουλος
κοινό-βουλος, gemeinschaftlich berathend, Erkl. von ξύμβουλος, Schol. Ar. Thesm. 928.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινό-βουλος, gemeinschaftlich berathend, Erkl. von ξύμβουλος, Schol. Ar. Thesm. 928.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόβουλος — ὁμόβουλος, ον (Μ) αυτός που έχει την ίδια βούληση με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βουλος (< βουλή), πρβλ. κοινό βουλος] … Dictionary of Greek
ομοβουλώ — ὁμοβουλῶ, έω (Α) έχω την ίδια βούληση με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βουλῶ (< βουλος < βουλή), πρβλ. κοινο βουλώ] … Dictionary of Greek
υστεροβουλώ — έω, Α σκέπτομαι μετά από ένα γεγονός ή μια πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλῶ (< βουλος < βουλή), πρβλ. κοινο βουλῶ, ὁμο βουλῶ] … Dictionary of Greek