- κοινό-φρων
κοινό-φρων, ονος, gleichgesinnt, πατρί Eur. Ion 577, vgl. I. T. 1008.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινό-φρων, ονος, gleichgesinnt, πατρί Eur. Ion 577, vgl. I. T. 1008.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λατινόφρων — ον (Μ λατινόφρων, ον) αυτός που ασπάζεται τα δόγματα τής Δυτικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατῖνος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κακό φρων, κοινό φρων] … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek