- πτυελισμός
πτυελισμός, ὁ, πτύελον, τό, = πτυαλίζω, πτυαλισμός, πτύαλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτυελισμός, ὁ, πτύελον, τό, = πτυαλίζω, πτυαλισμός, πτύαλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτυελισμός — salivation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυελισμός — ὁ, Α βλ. πτυαλισμός … Dictionary of Greek
πτυελισμοῦ — πτυελισμός salivation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυελισμόν — πτυελισμός salivation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυαλισμός — και πτυελισμός, ο, ΝΜΑ [πτυαλίζω / πτυελίζω] η σιαλόρροια … Dictionary of Greek