κοινωνία

κοινωνία

κοινωνία, , Theilnahme, Gemeinschaft, Umgang; μαλϑακαί Pind. P. 1, 97, λυγραὶ τῶνδ' ὅπλων κοινωνίαι Eur. Herc. F. 1377; τίς ϑαλάσσης βουκόλοις κοινωνία; I. T. 254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κοινωνία; Ar. Th. 147; πρὸς ἀλλήλους Plat. Conv. 188 c; ἡδονῆς τε καὶ λύπης Rep. V, 462 b; καὶ σύμμιξις τῶν γάμων Legg. VI, 721 a; καὶ ὁμιλίαι IX, 861 e; Folgde. Vom ehelichen Umgange, Eur. Bacch. 1277; γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Amphis bei Ath. III, 69 c; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινωνία — κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc/acc dual κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίᾳ — κοινωνίαι , κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — η 1. σύνολο ομοειδών ζώων ή ανθρώπων: Αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες των ζώων, όχι στις κοινωνίες των ανθρώπων. 2. το σύνολο των κατοίκων ορισμένης πόλης ή χώρας και ιδιαίτερα η καλή τάξη: Η Πάτρα έχει καλή κοινωνία. 3. επικοινωνία, συναναστροφή,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίας — κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem acc pl κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαι — κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαν — κοινωνίᾱν , κοινωνία communion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”