κοιν-ωφέλιμος

κοιν-ωφέλιμος

κοιν-ωφέλιμος, = κοινωφελής, Schol. Ar. Plut. 379, l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιωφελής — ές (Α ἰδιωφελής, ές) ο ατομικά ωφέλιμος, αυτός που αποφέρει ατομική και όχι κοινωνική ωφέλεια νεοελλ. αυτός που επιδιώκει προσωπικό όφελος, ο συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ωφελής (< όφελος, με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλωφελής — μεγαλωφελής, ές (Α) εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὄφελος (πρβλ. κοιν ωφελής). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • πανωφελή — ές, Α (πιθ. γρ < ρ.) πάρα πολύ ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πολυωφελής — ές, ΜΑ αυτός που είναι πολύ ωφέλιμος, χρήσιμος με πολλούς τρόπους. επίρρ... πολυωφελῶς ΜΑ κατά τρόπο πολυωφελή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωφελής (< ὄφελος, τὸ), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ψυχωφελής — ές, ΝΜΑ ωφέλιμος για την ψυχή («ψυχωφελῆ διδάγματα», Κύρ.). επίρρ... ψυχωφελώς / ψυχοφελῶς, ΝΜ κατά τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ωφελής (< ὄφελος, πρβλ. κοιν ωφελής, με έκταση λόγω συνθέσεως)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”