- κοιν-ωφελής
κοιν-ωφελής, ές, gemeinnützig, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιν-ωφελής, ές, gemeinnützig, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιωφελής — ές (Α ἰδιωφελής, ές) ο ατομικά ωφέλιμος, αυτός που αποφέρει ατομική και όχι κοινωνική ωφέλεια νεοελλ. αυτός που επιδιώκει προσωπικό όφελος, ο συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ωφελής (< όφελος, με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
ωφελώ — ὠφελῶ, έω, ΝΜΑ 1. παρέχω ωφέλεια, κάνω καλό σε κάποιον, βοηθώ, εξυπηρετώ (α. «οι διακοπές τόν ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ μηδέν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. μέσ. ωφελούμαι και ὠφελοῡμαι, έομαι έχω ώφελος, έχω συμφέρον, κερδίζω (α. «βγήκε… … Dictionary of Greek
ολιγωφελής — ὀλιγωφελής, ές (Α) αυτός που ωφελεί λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο) (βλ. λ. λιγο ) + ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
πανωφελή — ές, Α (πιθ. γρ < ρ.) πάρα πολύ ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πολυωφελής — ές, ΜΑ αυτός που είναι πολύ ωφέλιμος, χρήσιμος με πολλούς τρόπους. επίρρ... πολυωφελῶς ΜΑ κατά τρόπο πολυωφελή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωφελής (< ὄφελος, τὸ), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ψυχωφελής — ές, ΝΜΑ ωφέλιμος για την ψυχή («ψυχωφελῆ διδάγματα», Κύρ.). επίρρ... ψυχωφελώς / ψυχοφελῶς, ΝΜ κατά τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ωφελής (< ὄφελος, πρβλ. κοιν ωφελής, με έκταση λόγω συνθέσεως)] … Dictionary of Greek
μεγαλωφελής — μεγαλωφελής, ές (Α) εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὄφελος (πρβλ. κοιν ωφελής). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek