κογχίον

κογχίον

κογχίον, τό, dim. von κόγχος, Brei, Antiphan. Ath. IV, 160 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κογχίον — κογχίον, τὸ (Α) μικρή κόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κογχίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κογχία — κογχίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κογχίων — κογχίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”